ρεμ

ρεμ
το, Ν
(πυρην. -μετρολ.) μονάδα βιολογικής αποτελεσματικής δόσης ακτινοβολίας που απορροφήθηκε, όπως είναι οι ακτίνες Χ ή οι πυρηνικές ακτινοβολίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρκτικόλεξο από τις λ. roentgen equivalent man].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηρέμα — και ήρεμα (AM ἠρέμα) επίρρ. βλ. ήρεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < η ρέμ ᾱ (το ᾱ < *n), συνδέεται με μια λεξιλογική ομάδα που σημαίνει «ήσυχος, ησυχάζω» σε διάφορες γλώσσες, όπως λ.χ. στις ινδοϊρανικές, βαλτικές, γερμανικές, κελτικές (αρχ. ινδ. ramate… …   Dictionary of Greek

  • Χίμλερ, Χάινριχ — (Himmler, 1900 – 1945). Γερμανός εθνικοσοσιαλιστής, αρχηγός των Ες Ες και της Γκεστάπο. Σπούδασε αγρονόμος στο Μόναχο, στην εκεί τεχνική σχολή και πήρε μέρος στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, ως στρατιώτης του Βαβαρικού πεζικού. Το 1919 ασπάστηκε τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”